- ψυκτήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 0-0-0-2-0=2 Ezr 1,9(bis)container for cooling wine
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ψυκτήρ — ῆρος, ὁ, Α βλ. ψυκτήρας … Dictionary of Greek
ψυκτήρας — ο / ψυκτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. ψυκτικός θάλαμος ψυγείου αρχ. 1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό 2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού 3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός* 4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες… … Dictionary of Greek
οινοψυκτήρ — οἰνοψυκτήρ και οἰνιψυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) αγγείο για ψύξη οίνου, ψυγείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ψυκτήρ] … Dictionary of Greek